- ανατήκω
- μετ. переплавлять
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ανατήκω — ἀνατήκω (Α) 1. λειώνω, αναλύω (μέταλλο) 2. χαλαρώνω, κάνω μαλθακό, εξασθενώ (το σώμα) … Dictionary of Greek
συνανατήκω — Α λειώνω κάτι μαζί με κάτι άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἀνατήκω «λειώνω, αναλύω»] … Dictionary of Greek